παντοτρόφος

παντοτρόφος
παντοτρόφος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παντοτρόφος — ον, Α αυτός που δίνει τροφή σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • παντοτρόφον — παντοτρόφος masc/fem acc sg παντοτρόφος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοτρόφῳ — παντοτρόφος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԵՆԱԿԵՐԱԿՐԻՉ — ( ) NBH 1 0062 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. παντοτρόφος, παντρόφος omnium nutritor, altor Որ զամենեսին կերակրէ. բոլորեցուն սնուցիչ, տածիչ. զամմէնքը կշտացընօղ. *Ամենակերակրիչ պարգեւիդ քում լինէր սպասաւոր. Իմ. ՟Ժ՟Զ. 25: *Զարեգակն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”